-
1 λάρυγγας
ο, λάρύγγι τό1) горло, гортань;στέγνωσε ( — или ξεράθηκε) το λάρύγγι μου — в горле пересохло;
2) пищевод;§ βγάζω το λάρύγγι μου — сорвать горло;
βρέχω το λάρύγγι — промочить горло;
θα τού στρίψω τα λάρύγγι — я ему сверну шею
См. также в других словарях:
λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
καρύδι — το 1. ο καρπός της καρυδιάς: Φέτος οι καρυδιές δεν είχαν πολλά καρύδια. 2. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό: Θα σου στρίψω το καρύδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίβω — έστριψα, στρίφτηκα, στριμμένος 1. μτβ., συστρέφω κάτι: Στρίβει το νήμα. – Στρίψε το τιμόνι. 2. αμτβ., στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση: Αναγκάστηκα να στρίψω δεξιά. 3. «Του στριψε», τρελάθηκε· «Στριμμένος», μη κανονικός άνθρωπος, δύστροπος· «Στρίβε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)